Υπερπαραθυρεοειδισμός και κύηση

Υπερπαραθυρεοειδισμός και κύηση

Η εμφάνιση του υπερπαραθυρεοειδισμού στις αναπαραγωγικές ηλικίες αποτελεί σπάνια συγκυρία. Η συνύπαρξη της νόσου με την κύηση δεν εμποδίζει το αίσιο τέλος της στο 54% των περιπτώσεων ενώ στο υπόλοιπο 46% μπορούν να εμφανιστούν επιπλοκές στο έμβρυο όπως: αποβολές (9%), ενδομήτριος θάνατος (7%), νεογνικός θάνατος (8%) και νεογνική τετανία (23%). Τα κύριο αίτιο των επιπλοκών αυτών είναι το γεγονός ότι ο πλακούντας δεν αποτελεί φραγμό στη διάβαση του ασβεστίου όπως το κάνει για την παραθορμόνη.
Η συμπτωματολογία του υπερπαραθυρεοειδισμού δεν διαφέρει απ’ αυτήν της εκτός κύησης, όμως καλύπτεται από τις διάφορες αλλαγές που προκύπτουν κατά τη διάρκεια αυτής. Εάν η διάγνωση δεν γίνει έγκαιρα η υπερασβεστιαιμία μπορεί να επιδεινωθεί στις εγκυμονούσες με υπέρταση (εκλαμψία) από τη χρήση διουρητικών (thiazides) ή να εμφανισθεί υπερασβεσταιμική κρίση κατά τη διάρκεια της λοχείας. Η διάγνωση της νόσου στηρίζεται αποκλειστικά στον ορμονικό και βιοχημικό έλεγχο ενώ ο εντοπισμός του πάσχοντος σωματιδίου περιορίζεται μόνο στον υπερηχογραφικό έλεγχο.
Η χειρουργική επέμβαση και η παραθυρεοειδεκτομή έχει απόλυτη ένδειξη στις βαριές μορφές της νόσου και γίνεται κατά προτίμηση στο δεύτερο τρίμηνο της κύησης, ενώ συνιστάται και στις πιο ήπιες μορφές προς αποφυγή επιπλοκών στο νεογνό που ενδέχεται σε μερικές περιπτώσεις να είναι μοναδικό και πολύτιμο.
Σε περίπτωση που η εγκυμονούσα δεν δέχεται τη λύση της χειρουργικής επέμβασης, η παρακολούθηση του ασβεστίου του ορού πρέπει να είναι στενή διατηρώντας τα επίπεδα του ασβεστίου κάτω των 12 mg/dl προς αποφυγή των νεογνικών επιπλοκών.

επιστροφή