Θυρεοειδής

ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΠΑΘΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΥΣ ΑΔΕΝΑ

Η ανακάλυψη μιας θυρεοειδικής νόσου θα μπορούσε να είναι τυχαία με την εντόπιση μιας διόγκωσης στην πρόσθια επιφάνεια του τραχήλου χωρίς καμία επιπρόσθετη ενόχληση, όπως επίσης θα μπορούσε να προκύψει η παρουσία κάποιων συμπτωμάτων χωρίς απαραίτητα να εμφανιστεί η παραμικρή διόγκωση στο θυρεοειδή αδένα.
Η διάγνωση της θυρεοειδοπάθειας στηρίζεται στην ψηλάφηση του όζου, στον προσδιορισμό της λειτουργίας του αδένος με τα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών και αντισωμάτων και στην απεικόνιση του θυρεοειδούς μέσω του υπερηχογραφήματος και του σπινθηρογραφήματος. Στη διαδρομή αυτή όμως, υπάρχουν αντικειμενικές δυσκολίες για την υλοποίηση του ορθού και σύγχρονου ελέγχου και κατά συνέπεια της σωστής διάγνωσης, που έχουν σχέση με την υπάρχουσα υλικοτεχνική υποδομή των εργαστηρίων και με την επιστημονική κατάρτιση των ιατρών.
Για την καλύτερη κατανόηση του κοινού θα μπορούσαμε να ταξινομήσουμε τις παθήσεις του θυρεοειδούς σε δυο μεγάλες κατηγορίες ή ομάδες, αυτές που επηρεάζουν τη λειτουργία και αυτές που επηρεάζουν την μορφολογία του αδένος.
Οι δυσλειτουργικές παθήσεις  αφορούν την παθολογική έκκριση της θυρεοειδικής ορμόνης προκαλώντας έτσι υπέρ ή υπολειτουργία του αδένος χωρίς να μεταβληθεί απαραίτητα η μορφολογία και το μέγεθος αυτού. Οι λειτουργικές παθήσεις του θυρεοειδούς ονομάζονται υπερθυρεοειδισμός και υποθυρεοειδισμός και η πρώτη αντιμετώπιση τους είναι κατεξοχήν φαρμακευτική με σκοπό την επάνοδο των θυρεοειδικών ορμονών στα φυσιολογικά επίπεδα. Στις περιπτώσεις αυτές η σωστή και τακτική παρακολούθηση της θεραπείας από τον ενδοκρινολόγο αποτελεί την ενδεδειγμένη τακτική. Η οριστική θεραπεία στις περιπτώσεις αυτές είναι η χειρουργική αφαίρεση του αδένα ενώ ως εναλλακτική θεραπεία προτείνεται η καυτηρίαση του με ραδιενεργό ιώδιο.
Στη δεύτερη ομάδα, αυτή των μορφολογικών παθήσεων συμπεριλαμβάνονται οι περιπτώσεις όπου η ανάπτυξη ενός ή πολλών όγκων ή «όζων» αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό αλλάζοντας την μορφή του αδένος τόσο σε σχήμα όσο και σε μέγεθος χωρίς να επηρεάσει συνήθως τη λειτουργία του. Στην κατηγορία αυτή συμπεριλαμβάνονται η πολυοζώδης βρογχοκήλη και ο μονήρης όζος.

Η πολυοζώδης βρογχοκήλη αποτελεί την πιο συχνή πάθηση του θυρεοειδούς. Διάφορα διαιτολογικά, περιβαλλοντολογικά, ορμονολογικά και κληρονομικά αίτια ευθύνονται για την εμφάνιση της νόσου, ενώ η ανάπτυξη και παραμόρφωση του αδένος ποικίλει από την πολύ μικρή έως την υπερμεγέθη και καταδυόμενη βρογχοκήλη. Στις περισσότερες των περιπτώσεων η θεραπεία καταστολής με θυρεοειδική ορμόνη δεν καταφέρνει να εξαλείψει ή να συρρικνώσει τον όγκο της βρογχοκήλης. Συνεπώς ένδειξη για χειρουργική θεραπεία έχουν οι βρογχοκήλες που προκαλούν ενόχληση στην κατάποση ή στην αναπνοή, αυτές που λόγω χρονιότητας υπερπαράγουν ορμόνη και αυτές που έχουν στοιχεία ύποπτα ή τεκμηριωμένης κακοήθειας.  Στις καλοήθεις βρογχοκήλες είναι πιθανόν να συνυπάρχει καρκίνος του θυρεοειδούς στο 8 έως 16% των περιπτώσεων.
Ο μονήρης όζος αποτελεί το 25% των παθήσεων του θυρεοειδούς και χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη ενός μοναδικού ογκιδίου στον αδένα και εμφανίζεται στο 1,5-2% του γενικού πληθυσμού, με αναλογία ανδρών – γυναικών 1:5, ενώ μπορεί να εμφανιστεί και κατά τη διάρκεια μιας εγκυμοσύνης . Το ογκίδιο αυτό θα μπορούσε να είναι μια απλή κύστη, ένα καλοήθες αδένωμα ή ένας καρκίνος του θυρεοειδούς (το 14-26% των χειρουργημένων μονήρων όζων είναι καρκινώματα).
Ο καρκίνος του θυρεοειδούς συνήθως αναπτύσσεται αργά και δεν αποτελεί υγειονομικό πρόβλημα. Όσο για την αιτιολόγηση της καρκινογένεσης έχουν αποδοθεί ευθύνες στην αυξημένη κατανάλωση ιωδίου, στο οινόπνευμα και στην έκθεση σε ακτινοβολία. Στην ευρύτερη περιοχή του Chernobyl της Ουκρανίας η συχνότητα του καρκίνου του θυρεοειδούς αυξήθηκε από 0,05 το 1985 στο 0,43 ανά 100.000 παιδιά 10 χρόνια μετά το ατύχημα. Τα ποσοστά αυτά δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητα, εάν αναλογιστεί κανείς πως ένα μέρος των ασθενών αυτών αφορά σε άτομα κάτω των 20 ετών.
Σύμφωνα με τον ιστολογικό τύπο ο καρκίνος μπορεί να είναι: καλώς διαφοροποιημένος (θηλώδης ή θυλακιώδης) αδιαφοροποίητος και μυελοείδες.
Το 90-95% των περιπτώσεων αυτών αφορούν καλώς διαφοροποιημένα καρκινώματα με εξαιρετική πρόγνωση. Μερικά περιστατικά εμφανίζουν μεγαλύτερη επιθετικότητα με λεμφαδενικές μεταστάσεις και χαμηλότερο προσδόκιμο επιβίωσης.
Η αύξηση των κρουσμάτων τα τελευταία χρόνια φαίνεται πως οφείλεται τόσο στην πιο εύστοχη διάγνωση και ορθολογική επιλογή των περιστατικών που τελικά χειρουργούνται, όσο και στην τεκμηριωμένη πλέον ευθύνη των διαφόρων περιβαλλοντικών συνθηκών και συγκυριών χωρίς να αποκλείεται και η γονιδιακή μετάδοση.
Μια μέθοδος που βοηθάει σημαντικά στην έγκαιρη ανακάλυψη ενός θυρεοειδικού καρκινώματος είναι η παρακέντηση του όζου με λεπτή βελόνα και η κυτταρολογική εξέταση του αναρροφηθέντος υλικού. Η τεχνική αυτή έχει υψηλό ποσοστό ακρίβειας όταν η απάντηση της κυτταρολογικής εξέτασης είναι θετική για κακοήθεια. Δυστυχώς όμως η αξιοπιστία της είναι πολύ χαμηλή (30-40%) όταν η απάντηση είναι αρνητική για κακοήθεια δημιουργώντας έτσι την παραπλανητική ψευδαίσθηση της ανυπαρξίας του καρκίνου.
Για όλους τους παραπάνω λόγους η θυρεοειδεκτομή παραμένει η δημοφιλέστερη θεραπεία διεθνώς εφόσον καμία από τις διαγνωστικές μεθόδους δεν έχει την ικανότητα να αποκλείσει με βεβαιότητα την ύπαρξη ενός καρκινώματος στο θυρεοειδή.
Η χειρουργική επέμβαση της θυρεοειδεκτομής εκτελείται υπό γενική αναισθησία, η διάρκεια της ποικίλει ανάλογα με το βαθμό δυσκολίας από μία έως τρεις ώρες και η συνολική νοσηλεία δεν ξεπερνά τις τρεις ημέρες από τις οποίες η πρώτη είναι αφιερωμένη στις προεγχειρητικές εξετάσεις και την αναισθησιολογική εκτίμηση. 
Σήμερα η επέμβαση αυτή θεωρείται ασφαλέστατη, εφόσον η συχνότητα των μόνιμων επιπλοκών δεν ξεπερνά το  1%  όταν εκτελείται από εξειδικευμένο και έμπειρο χειρουργό.
Ο ριζικός λεμφαδενικός καθαρισμός του τραχήλου (link L) εφαρμόζεται στους ασθενείς με διηθητικό και μεταστατικό θηλώδες και μυελοειδές καρκίνωμα του θυρεοειδούς. Η επέμβαση αυτή είναι εξαιρετικά δύσκολη, διάρκειας  5-6 ωρών και μπορεί να γίνει μαζί με την θυρεοειδεκτομή αν υπάρχουν ήδη λεμφαδενικές μεταστάσεις ή σε δεύτερο χρόνο εάν αυτές εμφανιστούν μεταγενέστερα. Η ριζική λεμφαδενεκτομή του τραχήλου δεν συνιστάται να γίνει από γενικούς χειρουργούς ή ιατρούς άλλων ειδικοτήτων με περιορισμένη εμπειρία στο μεταστατικό θυρεοειδικό καρκίνωμα.
Παρά το γεγονός ότι η θυρεοειδεκτομή και ο ριζικός λεμφαδενικός καθαρισμός είναι εγχειρήσεις που ανήκουν ιστορικά στο ευρύτερο γνωστικό αντικείμενο της γενικής χειρουργικής, τα τελευταία είκοσι χρόνια αποτελούν μέρος της εξειδίκευσης της χειρουργικής των ενδοκρινών αδένων. Η επιλογή του χειρουργού, εφόσον έχει τη δυνατότητα ο ασθενής, συνιστάται να γίνει μεταξύ εξειδικευμένων και έμπειρων χειρουργών  με σκοπό το βέλτιστο αποτέλεσμα και φυσικά την αποφυγή των δυσάρεστων επιπλοκών.
Μετά την εγχείρηση είθισται ο ασθενής να επιστρέψει στον ενδοκρινολόγο θεράποντα ιατρό με σκοπό να ρυθμίσει εύστοχα τη θυρεοειδική ορμόνη και να παρακολουθεί την εξέλιξη της πορείας του σε περίπτωση ανεύρεσης καρκίνου. Οι ασθενείς με καρκίνο του θυρεοειδούς πρέπει να παρακολουθούνται συστηματικά σε ετησία βάση από τον ενδοκρινολόγο τους που κατόπιν συνεννόησης με τον χειρουργό τους και τον πυρηνικό ιατρό θα του προσφέρουν ομαδικά την καλύτερη θεραπευτική λύση για την κάθε περίπτωση.    

επιστροφή